κατάφοβος

κατάφοβος
-η, -ο (AM κατάφοβος, -ον)
περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.)
αρχ.
αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος, περί-φοβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάφοβος — fearful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοβον — κατάφοβος fearful masc/fem acc sg κατάφοβος fearful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβου — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβους — κατάφοβος fearful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφόβων — κατάφοβος fearful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφοβοι — κατάφοβος fearful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοβώ — καταφοβῶ, έω (Α) [κατάφοβος] (επιτ. τ. τού φοβώ) φοβίζω κάποιον πολύ, προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”